- παραλλαγμένος
- η , ο видоизменённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραλλάζω — παραλλάζω, παράλλαξα, παραλλαγμένος βλ. πίν. 23 και πρβλ. παραλλάσσω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλλάσσω — παραλλάσσω, παράλλαξα, παραλλαγμένος βλ. πίν. 27 και πρβλ. παραλλάζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԱՅԼԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 1 0086 Chronological Sequence: 6c, 8c ա.մ. παραλλάγμενος discrepans, inusitatus, prodigiosus Այլակերպ. նորաձեւ. անսովոր, եւ անակնկալ. նորահրաշ. *Սկսանել նորոգագունի եւ այլաձեւի իրաց. Փիլ. իմաստն.: *Բազմաշաւիղք եղաք յանչափաբար եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παραλλάζω — παράλλαξα, παραλλαγμένος, διαφέρω κάπως από άλλον: Παραλλάζουν οι δύο γραφικοί χαρακτήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)